Μάρθα Γκράχαμ

Μάρθα Γκράχαμ

ο θεός-ρυθμός


Ήταν λεπτή και νευρική μα τη σημάδευε σε όλα η αρμονία. Ήταν όλη ένας ρυθμός.
Ο χορός είναι μαγεία, και ο ρυθμός, και ο ρυθμός.
Ήτανε μάγισσα δασκάλα του χορού, υποταγμένη στον αυταρχικό Θεό της.
Κάποτε έκανε ένα λάθος σοβαρό και σκόπιμο για να προκαλέσει το Θεό, επειδή πίστεψε πως έχει γίνει σπουδαιότερη απ' αυτόν. Δεν χρειαζόταν πια ν' ακούει τους ήχους, τους είχε κατακτήσει από τότε, που κρυφά έστησε μέσα της την ορχήστρα. Και ο Θεός- Ρυθμός που σαρκωνόταν πάνω της αιώνες, πληγώθηκε βαθιά.
Την παρακολούθησε καιρό ν' αποκτάει τους δικούς της πιστούς, φανατικούς λατρευτές, αξιοθρήνητους πιθήκους. Τον λύπησε η αλαζονεία της να χαίρεται με την αποτυχία των άλλων, και τον απογοήτευσαν οι ασυγχρόνιστες κινήσεις. Σαν μαριονέτες με σπασμένα μέλη γέμισαν τον παράδεισο των μαγισσών. Οι άλλες μάγισσες έφυγαν για να μην υποστούν την οργή του, μα αυτή έμενε εκεί ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο της δόξας και καμάρωνε.
Και ήταν η αρχιμάγισσα δασκάλα του χορού χαμένη στο εγώ της.
Ο πληγωμένος ο Θεός δεν άργησε να συνέλθει. Ήξερε πως δεύτερη σαν κι αυτή θ' αργούσε να ξανάρθει, αλλά και όταν ακόμα γινόταν αυτό, φοβόταν πως θα έπεφτε με τη σειρά της στα ίδια με την πρώτη λάθη. Γι' αυτό και απόφασισε να δράσει σαν Θεός.
Στον γήινο χρόνο έλειπε η φιγούρα του αιώνα, κι αυτής εδώ της έλειπε των θνητών η γνώση. Της χρειαζόταν ένα μάθημα, μια τιμωρία.
Την εξόρισε στη Γη, με χαμένη τη μνήμη του σώματος. Της άφησε μόνο μια Πύλη ανοιχτή που οδηγούσε σ' αυτόν ξανά, μα θά' πρεπε να διασχίσει μια ζούγκλα εφιαλτικών ήχων και υπερήχων, για να την φτάσει. Καμιάν άλλη πόρτα δεν της άφησε ανοιχτή πάνω στη Γη και πάνω στον αέρα.
Την έστειλε να γεννηθεί σ' ένα νησί. Και έτσι έμεινε μακριά από σχολές χορού, και δασκάλους, επαγγελματίες χορευτές, καλλιτέχνες του πάγου, του τσιμέντου, των μωσαϊκών, των κλειστών χώρων, των θεάτρων και της σκηνής... της κλασσικής, της λαικής, της δημοτικής, της αυτοσχεδιαστικής, της κάθε μουσικής.
Στο νησί, την έστειλε σ' ένα φτωχό ζευγάρι. Ο άντρας ήτανε ψαράς και η γυναίκα πλέχτρα. Την έπαιρνε μαζί του ο πατέρας στο ψάρεμα από μωρό και με την τράτα έμαθε κι αυτή να ψαρεύει. Έμενε ώρες σκυμένη στο νερό και χάζευε τις αγέλες των μαρίδων. Γρήγορες και με μια απόφαση έπαιρναν όλες τους στροφή κι άλλαζαν κατεύθυνση. Μετά πάλι έστριβαν στη μισή διαδρομή, που ήταν μετρημένη στο ίσο αντίθετο της προηγούμενης φοράς. Τα μεγαλύτερα ψάρια ήταν πιο αργά, οι μέδουσες άλλαζαν σχήματα ομπρέλες, και το χταπόδι σήκωνε την άμμο στα βαθιά. Όλα κινούνταν άηχα, συγχρονισμένα, λες και μεταμορφωμένο το στερέωμα της νύχτας, έπεφτε μες τη θάλασσα κινούμενη σκια , και γίνονταν οι αστερισμοί τα μάτια των αγέλων και ο γαλαξίας ένας λευκός διάδρομος στα νερά. Και ήταν τα χίλια μύρια πρόσωπα του ίδιου αυτού κόσμου που ο Θεός - Ρυθμός παράλλαζε για να της δίνει στοχασμούς.