Ο πολίτης Μάνος δεν μένει πια εδώ |
|
|
|
Πολλοί πιστεύουν ότι αυτό που μας λείπει από τον Μάνο Χατζιδάκι είναι η γνήσια συγκίνηση που προκαλούσε κάθε νέο έργο του. Είναι αλήθεια. Όμως πολύ περισσότερο, αυτό που μας λείπει σήμερα είναι ο «πολίτης Μάνος». Η στάση ζωής που τηρούσε, τόσο στα καλλιτεχνικά μας πράγματα όσο και στην τρέχουσα πολιτική.
Ο Χατζιδάκις δεν φλυαρούσε δημοσίως. Μια φορά στους τρεις μήνες, που λέει ο λόγος, άνοιγε το στόμα του – και τον άκουγε όλη η Ελλάδα. Μιλούσε όταν είχε να υπερασπιστεί ένα καινούργιο έργο του, όταν αναλάμβανε μια πολιτιστική πρωτοβουλία, όταν τον έπνιγε η νεοελληνική πραγματικότητα. Μπορούσε να κατέβει στο κέντρο της Αθήνας για να διαδηλώσει μαζί με λίγες δεκάδες αναρχίζοντες νεαρούς (και το είχε κάνει!..), εάν τον δονούσε μία αδικία. Μπορούσε να ξεμπροστιάζει τον φασίζοντα «αυριανισμό» και την «ύπουλη δημοσιογραφία του τόπου μας» γνωρίζοντας ότι υπάρχουν και σοβαροί λειτουργοί του Τύπου. Μπορούσε να πάει κόντρα στο ρεύμα και την άποψη των συγκυριακών μαζών – είτε ήταν τα εκτονωτικά γήπεδα με τις συναυλίες της Μεταπολίτευσης, είτε η αραχνιασμένη τρέχουσα αντίληψη των Ωδείων περί «σοβαρής μουσικής». Μπορούσε να βγάλει τη γλώσσα στις φαρισαϊκές «τιμές», αναθεματίζοντας την ώρα και τη στιγμή που του δώσανε το βραβείο Όσκαρ (1960) για τα «Παιδιά του Πειραιά» και τον δέσμευσαν για όλη του τη ζωή με ένα συγκεκριμένο είδος ελαφρού κινηματογραφικού τραγουδιού. Μπορούσε να κάνει υποδειγματική αντίσταση στη χούντα της 21ης Απριλίου 1967 με όρους όχι ακτιβισμού, αλλά… αισθητικής! Γιατί τι άλλο από κορυφαία πράξη αισθητικής αντίστασης απέναντι στο κιτς καρκίνωμα της χούντας ήταν η κυκλοφορία του ανυπέρβλητου «Μεγάλου Ερωτικού», του «δίσκου των δίσκων», με αιχμή του δόρατος την ελληνική ποίηση, το 1972;
Αν ζούσε σήμερα ο πολίτης Μάνος Χατζιδάκις θα ήταν ο πρώτος που θα άρπαζε το φραγγέλιο για να τσακίσει τις άθλιες μεταλλάξεις αυτής της θεσμικής, πλέον, κακογουστιάς, μεταλλαγμένης πότε σε «βραβεία Αρίων», πότε σε «Κοίτα τι έκανες», πότε σε «Eurovision».
Αν ζούσε, θα συνέχιζε με μύριους τρόπους τη διπλή του καλλιτεχνική διαδρομή. Μία προσωπική, με τα δικά του έργα τα οποία επεξεργαζόταν πάντα με τη συνδρομή ακριβών συνεργατών. Και μία ομαδική, επί της ουσίας πολιτική, με την «τακτοποίηση» των μουσικών και καλλιτεχνικών μας πραγμάτων, παρέχοντας μάλιστα αφειδώς ευκαιρίες στους νέους δημιουργούς για να αναδειχτούν.
Ο Χατζιδάκις ήταν ένας «τροχονόμος» του νεοελληνικού πολιτισμού, από την εποχή ακόμη της «Πειραματικής Ορχήστρας Αθηνών» στη δεκαετία του ’60 και του μουσικού καφενείου «Πολύτροπο», το οποίο έστησε το 1973, αφού γύρισε από την Αμερική. Την ιδιότητα του «πολιτιστικού τροχονόμου» (ποιος από τους σημερινούς διαθέτει το ανάστημα να τη διεκδικήσει; – κανείς!..) την κατέκτησε και την ανέπτυξε μεταξύ άλλων στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, στη Λυρική Σκηνή, στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας και μετά της Καλαμάτας, στα φεστιβάλ «Μουσικές Γιορτές» των Ανωγείων και «Μουσικός Αύγουστος» του Ηρακλείου, στο περιοδικό «Τέταρτο», στη δική του ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», στην «Ορχήστρα των Χρωμάτων», στα τέσσερα βιβλία του.
Ο Χατζιδάκις γνώριζε ότι σε αυτό το τοπίο της Γης, στην Αττική όπου έζησε ο ίδιος από το 1932, από τα επτά του χρόνια, το φως, το κλίμα και μια αναπόδραστη παράδοση οδηγούν τους ανθρώπους σε χαλαρές κουβέντες μέσα στον ίσκιο του μεσημεριού και σε γόνιμες αναζητήσεις μέσα στη μήτρα κάθε νύχτας. Είχε την ατυχία να ζήσει την τσιμεντοποίηση της αγαπημένης του Αθήνας, να βιώσει στο πετσί του τον γιγαντισμό και τον επαρχιωτισμό της, να κληθεί να επιβιώσει ο ίδιος μέσα σε μια θάλασσα ημιμάθειας, αγένειας, αυταρχικότητας, φωνασκιών και χυδαίων μικρών εγωισμών.
Υψώθηκε πάνω από όλα αυτά. Ακόμη και εκείνο το σκληρό απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1994 είχε φροντίσει η δραπέτευσή του από τον πλανήτη Γη στον πλανήτη Σείριο να γίνει με τους δικούς του όρους. Κανένα κανάλι, καμία τηλεοπτική κάμερα στην κηδεία του. Όλα ήταν έτοιμα για την ταφή στο κοιμητήριο της Παιανίας, με ανθρώπους που ο ίδιος επέλεξε να βρίσκονται κοντά του στο ξόδι του.
«Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Και προειδοποιούσε το κοινό: «Δεν είναι το τραγούδι μου μια μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες».
Εδικαιούτο να είναι αυστηρός ο Μάνος – με τον εαυτό του και τους άλλους. Προερχόταν από μια αριστοκρατία του πνεύματος που ανδρώθηκε μέσα σε δύσκολες εποχές: τα σκοτάδια της Κατοχής, τις ανοικτές πληγές του Εμφυλίου, τα τουριστικά και φολκλόρ τέρατα της δεκαετίας του ’60, την έρημη χώρα της χούντας, τη θορυβώδη μεταπολίτευση, τον διαβρωτικό λαϊκισμό της δεκαετίας του ’80.
Συνοδοιπόροι του δεν ήταν οι «προτεινόμενοι» των γελοίων τηλεοπτικών talent shows. Ήταν ο Κάρολος Κουν, ο Νίκος Γκάτσος, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Τσαρούχης, η Ελένη Αρβελέρ, η Ραλλού Μάνου, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, ο Αλέξης Σολωμός, ο Δημήτρης Χορν, ο Ζυλ Ντασσέν και η Μελίνα, ο Ελία Καζάν, ο Κουίνσι Τζόουνς, ο Μορίς Μπεζάρ, ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ο Νικόλα Πιοβάνι – και ας μείνουμε μόνο σε αυτούς, παραλείποντας δεκάδες άλλους.
Τι απομένει σε μας σήμερα, δώδεκα χρόνια από τότε που έφυγε ο «πολίτης Μάνος»; Μια απόλυτη, βαθύτατα βιωμένη συγκίνηση. Κι ίσως ένας δικός του λόγος: «Αν φύγεις, θα πεθάνουν τα όνειρα στους δρόμους…».
«Μάνος Χατζιδάκις: Δώδεκα χρόνια μετά». Συναυλία της Ορχήστρας των Χρωμάτων με έργα Σατί, Μπρίτεν και τραγούδια από το θέατρο του Μάνου Χατζιδάκι. Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης. Σολίστ: Γ. Δεμερτζής, Τ. Χριστογιαννόπουλος, Ευτυχία Μητρίτσα. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Φίλων της Μουσικής (τηλ. 210-7282333), 15/6 στις 9 μ.μ.
19 «όχι» στον θάνατο
Από το καλοκαίρι του 1994, τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις έγινε μόνιμος κάτοικος του λαμπερού πλανήτη Σείριου, μέχρι σήμερα, το όνομά του τυπώθηκε 19 φορές σε ψηφιακούς δίσκους ακτίνας (cd). Δεν είναι λίγες, για έναν δημιουργό που έζησε σε τούτη την άχαρη και αχάριστη εσχατιά της Βαλκανικής. Είναι, όμως, λίγες για έναν τέτοιο δημιουργό και για το σχετικά μεγάλο, ακόμη, μέγεθος του ανέκδοτου έργου του.
Βέβαια, η τάξη και η μεθοδικότητα, η πειθαρχία και η αυτοπειθαρχία, δεν ήταν ακριβώς τα βασικά… δομικά στοιχεία του χαρακτήρα του Χατζιδάκι. Ο Μάνος έκανε κατά κανόνα περιστασιακές ψυχωμένες εφόδους προς το μέλλον! Είχε πείσμα μικρού παιδιού, ορμή εφήβου και γνώση ώριμου άνδρα. Πιο συχνά άφηνε πίσω του τα σπαράγματα μιας τέχνης εξαίσιας και αποκαλυπτικής – λιγότερο συχνά άφηνε «ολοκληρωμένα (τι ύπουλη λέξη κι αυτή για την τέχνη…) έργα». Αλλά παίδευε φιλότιμα και την παραμικρή νότα του.
Ακολουθώντας τα ίχνη των καταπιστευμάτων του, από το 1995 ξεκινά η έκδοση των μεταθανάτιων δίσκων. Η «αφετηρία», όμως, για λόγους χρηστικούς και συμβολικούς, μπορεί να τοποθετηθεί το 1993, έναν χρόνο πριν δραπετεύσει στην αιωνιότητα. Τότε κυκλοφόρησε στη δική του, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», ο δίσκος «Αντικατοπτρισμοί», η τελευταία του εργασία που επιμελήθηκε προσωπικώς. Είναι τα τραγούδια του πασίγνωστου «Reflections» (πρώτη κυκλοφορία το 1968, στη Νέα Υόρκη, σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensample), αυτή τη φορά με ελληνικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου και ερμηνεία της Αλίκης Καγιαλόγλου.
Το 1995 κυκλοφορεί το σάουντρακ δύο ταινιών του σκηνοθέτη Γιώργου Πανουσόπουλου: το «Ταξίδι του Μέλιτος» (1978) και η «Ελεύθερη Κατάδυση» (1995). Στην πρώτη ταινία ο Χατζιδάκις έγραψε αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «σημαντικότερη, ίσως και πιο ολοκληρωμένη, εργασία μου για τον κινηματογράφο» – στέλνοντας στο πυρ το εξώτερον τα μέχρι παρεξηγήσεως εμπορικά «Παιδιά του Πειραιά», τη «Γατούλα με τη ροζ μυτούλα» κ.λπ. Στη δεύτερη ταινία, ο συνθέτης Νίκος Κυπουργός ενορχήστρωσε ξανά δύο παλαιότερα θέματα από τη «Ρυθμολογία».
Το 1996 η ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου έδωσε την πρώτη ύλη για να γνωρίσει το κοινό τα «Τραγούδια της Αμαρτίας», με τη φωνή του Ανδρέα Καρακότα. Την ίδια χρονιά ο ηρακλειώτης κιθαρίστας Γιώργος Μουλουδάκης ηχογραφεί μεταξύ άλλων τη μία και μοναδική «Σουίτα για κιθάρα» του Χατζιδάκι, μαζί με τέσσερα κομμάτια από τον «Μεγάλο Ερωτικό», σε μεταγραφή για κιθάρα από τον συνθέτη, στον δίσκο «Μικρή αναφορά στον Μάνο Χατζιδάκι».
Το 1997 η αμοιβαία επιθυμία του Χατζιδάκι και της σοπράνο Σόνιας Θεοδωρίδου να συνεργαστούν έγινε πραγματικότητα, έστω και «αργά», με την πιανιστική συνδρομή του σολίστα Γιάννη Βακαρέλη στον δίσκο «Η Σόνια Θεοδωρίδου συναντά τον Μάνο Χατζιδάκι» – ενδιαφέρον εδώ, για τους φανατικούς «χατζιδακικούς», έχουν τα «Δύο Ναυτικά Τραγούδια», γραμμένα ήδη από το 1947.
Το 1998 κυκλοφορεί ο δίσκος «Η Νένα Βενετσάνου τραγουδά Μάνο Χατζιδάκι». Κυριαρχεί η δεύτερη ενορχηστρωτική γραφή, για βιολοντσέλο και πιάνο, των τραγουδιών του θεατρικού έργου «Ο Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Σε τούτο το cd τρύπωσαν και τρία κομμάτια από την ταινία «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» του σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, ηχογραφημένα το 1992.
Η Δήμητρα Γαλάνη το 1999 έβγαλε στη δισκογραφία το «Χορός με τη Σκιά μου», μια ζωντανή ηχογράφηση όπου η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή είναι η δίγλωσση (ελληνικά, αγγλικά) εκτέλεση του τραγουδιού «Μη τον Ρωτάς τον Ουρανό / All alone am I» μαζί με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Αλλά η κυκλοφορία που σημάδεψε εκείνη τη χρονιά είναι το εξαιρετικό «2000 μ.Χ.»: ένα από τα ελάχιστα διαθέσιμα στο ευρύ κοινό ηχητικά ντοκουμέντα με τον ίδιο τον Χατζιδάκι να τραγουδάει. Δεκαπέντε μικρά διαμάντια με τη φωνή του Μάνου, η επιτομή μισού αιώνα δημιουργίας (1943 - 1992). Αν θελήσει κάποιος να αγοράσει έναν και μόνο μεταθανάτιο δίσκο του συνθέτη, αυτός μάλλον είναι το «2.000 μετά… Χατζιδάκι».
Την πρώτη χρονιά του 21ου αιώνα, το 2000, οι πιανιστικές εμμονές του Μάνου βρίσκουν την ιδανική σολίστα στον δίσκο «Μάνος Χατζιδάκις: Έργα για πιάνο με την Ντόρα Μπακοπούλου». Στο μισοσκόταδο των συγκεχυμένων πληροφοριών αντηχούν οι μελωδίες της «Ιονικής Σουίτας», η οποία περιλαμβάνεται εδώ και μάλλον γράφτηκε με αφορμή τους επτανήσιους ποιητές Ανδρέα Κάλβο και Διονύσιο Σολωμό.
Δύο σάουντρακ με μουσική του Χατζιδάκι βγήκαν επιτέλους σε cd το 2001: εκείνο της ταινίας «Top Kapi» (1964) του σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν και εκείνο του «ποιητικού γουέστερν» «Blue» (1968) του σκηνοθέτη Σίλβιο Ναριτσάνο. Και τα δύο είχαν κυκλοφορήσει σε βινίλιο – με το δεύτερο να αποτελεί για δεκαετίες αντικείμενο πόθου για λυσσασμένους συλλέκτες σπάνιων δίσκων.
Ο τραγουδιστής και ερευνητής Θανάσης Μωραΐτης μέτρησε τις δυνάμεις του σε λίγο ως πολύ γνωστά τραγούδια του Χατζιδάκι, στους δίσκους «Μέσα απ’ των Άστρων τα Κλαδιά» (2001) και «Φεγγάρια μου παλιά, καινούργια μου πουλιά» (2002). Τίποτα δεν προσέβαλε το έργο του μεγάλου δημιουργού σε αυτούς τους δύο δίσκους, αλλά μάλλον και τίποτα δεν το πήγε ένα βήμα μπροστά.
Αντιθέτως, μία υποδειγματική «σύγχρονη» προσέγγιση γνωστών τραγουδιών συνιστά ο δίσκος «Πάω να πω στο σύννεφο» με την ερμηνεία της Σαβίνας Γιαννάτου και την ενορχήστρωση της Δήμητρας Τρυπάνη, ο οποίος κυκλοφόρησε το 2002. Τέσσερα όργανα όλα κι όλα (πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο, κλαρινέτο) και μια φωνή για… δέκα, η φωνή της Σαβίνας, τριγυρνούν σε ένα τοπίο «χατζιδακικό» με τολμηρή, ενίοτε και ρηξικέλευθη διάθεση. Οι νεότεροι, ιδίως τα παιδιά, μπορούν να ξεκινήσουν από αυτό τον δίσκο την επαφή τους με το έργο του Μάνου. Οι μεγαλύτεροι θα ανακαλύψουν, ακούγοντάς τον προσεκτικά, καινοτομίες που δεν είχαν φανταστεί.
Το 2003 ο Κωνσταντίνος Βήτα των πάλαι ποτέ Στέρεο Νόβα έκανε μια ειλικρινή υπόκλιση στον Μεγάλο Απόντα και εξερεύνησε βαθιά την ηλεκτρονική ζούγκλα του αβίωτου τσιμεντένιου άστεως, «ξαναχτίζοντας» στον υπολογιστή τραγούδια και μουσικές του Χατζιδάκι. Ο δίσκος «Transformations» περιλαμβάνει τις πιο «πειραματικές» επεμβάσεις που τόλμησε ποτέ ενορχηστρωτής στο έργο του Χατζιδάκι – και μόνο γι’ αυτό, πέραν του άκρως ενδιαφέροντος καλλιτεχνικού αποτελέσματος, είναι άξιος προσοχής.
Την επόμενη χρονιά, το 2004, βγήκε σε cd ένα ακόμη σάουντρακ, αυτό της ταινίας «America America» (1963) του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη και λογοτέχνη Ελία Καζάν, καθώς και η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από συλλεκτικής απόψεως έκδοση «Μελίνα του Μάνου» με ηχογραφήσεις και μικρά ντοκιμαντέρ από την καλλιτεχνική και ιδιωτική σχέση του Χατζιδάκι με τη Μελίνα Μερκούρη.
Τέλος, το 2005 είδαν το φως δύο μεταθανάτιοι δίσκοι με έργα του Μάνου Χατζιδάκι. Ο ένας ήταν το «Reflections» από το αγγλόφωνο ροκ συγκρότημα Raining Pleasure της Πάτρας: μια φιλότιμη επανεκτέλεση του κλασικού πλέον «νεοϋορκέζικου» δίσκου, σημαντική περισσότερο γιατί αποδεικνύει πόσο «περνάει» ο Χατζιδάκις στις νεότερες γενιές.
Το γεγονός πρώτου μεγέθους, όμως, ήταν η έκδοση σε δίσκο της «Αμοργού», της μελοποίησης του ομώνυμου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου, το οποίο γράφτηκε μέσα στην Κατοχή. Το συνθετικό έργο είναι ημιτελές, ο Χατζιδάκις καταπιανόταν μαζί του αποσπασματικά και σε αραιά χρονικά διαστήματα και την ενορχήστρωση / αναπροσαρμογή / «ανασύσταση» των τμημάτων του ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο Νίκος Κυπουργός. Το κατάφερε με απόλυτη συνέπεια, ιδίως διότι άφησε στους ακροατές έναν ζωτικό χώρο για να αναπτύξουν τη φαντασία τους. Κάνοντάς τους κοινωνούς και συμμετόχους στο έργο ενός από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας.
Eπίσημη Ιστοσελίδα του Μάνου Χατζιδάκι:
www.hadjidakis.gr