Η Εθνική Λυρική Σκηνή ανεβάζει τη μοναδική όπερα του Οφενμπαχ, γραμμένη γύρω στο 1870, «Τα παραμύθια τού Χόφμαν». Σκηνοθέτης της παράστασης ο Βασίλης Νικολαΐδης και χορογράφος ο Ισίδωρος Σιδέρης. Θα δοθούν συνολικά 12 παραστάσεις και θα συμμετάσχουν σε αυτές όλοι οι πρωταγωνιστές της Λυρικής Σκηνής.
Ο σκηνοθέτης χρειάστηκε για τις ανάγκες του έργου και μερικά παιδιά, ηλικίας έξι ως δώδεκα χρόνων ιδιαίτερα για το πρώτο και το τελευταίο μέρος της παράστασης , με γνώσεις μπαλέτου και καλή κίνηση. Για την επιλογή των παιδιών πραγματοποιήθηκε στις 31 Οκτωβρίου ακρόαση. Στην επιτροπή ήταν ο σκηνοθέτης, ο χορογράφος και ο αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής, Σταμάτης Μπερής.
Η δοκιμασία
Τα περισσότερα παιδιά είχαν έρθει μέσω κάποιας σχολής μπαλέτου, και μάλιστα είχαν θεωρηθεί κατάλληλα για την ακρόαση, ύστερα από κάποια διαδικασία προεπιλογής, από τις δασκάλες τους. Αρκετοί γονείς έμαθαν για την οντισιόν από τη σχετική αγγελία στην εφημερίδα και έτσι αποφάσισαν να φέρουν τα παιδιά τους, πάντοτε όμως όπως τουλάχιστον οι ίδιοι οι γονείς ισχυρίστηκαν με τη σύμφωνη γνώμη των παιδιών. «Οταν το συζήτησα μαζί της» είπε μια μητέρα «ήθελε πολύ να έρθει. Λατρεύει τον χορό. Πηγαίνει στο μπαλέτο από τεσσάρων χρόνων. Η τιμωρία της είναι να μην την αφήσω να πάει στο μάθημα!».
Ενα μικροσκοπικό κοριτσάκι κλαίει. Δεν θέλει να χορέψει. Η δασκάλα προσπαθεί να το ηρεμήσει. Η μητέρα θα μας πει αργότερα, όταν το παιδί δοκιμαζόταν στην αίθουσα της οντισιόν για τις κινητικές δυνατότητές του, ότι το κοριτσάκι ήθελε πραγματικά να έρθει, αλλά ίσως τρόμαξε από τον πολύ κόσμο και από το γεγονός πως τα υπόλοιπα κορίτσια φαίνονταν πολύ μεγαλύτερα από αυτό. «Η Μαρία έχει τον χορό μέσα της. Αυτό φαινόταν από τότε που ήταν μωρό. Γι' αυτό σκεφτήκαμε να τη γράψουμε στο μπαλέτο. Κανείς γονιός σήμερα δεν βάζει το παιδί του να κάνει κάτι με το ζόρι!» μας είπε ο πατέρας του κοριτσιού που όλως περιέργως για τα ελληνικά δεδομένα ήταν εκεί μαζί με τη γυναίκα του.
Μερικά παιδιά, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, είχαν λάβει μέρος και σε άλλη ακρόαση. Εξάλλου όλα σχεδόν, όπως είπαν οι γονείς, είναι συνηθισμένα να τα παρακολουθούν καθώς χορεύουν, αφού παρόμοιες εκδηλώσεις είναι πολύ συχνές στις σχολές μπαλέτου. Και πραγματικά οι γονείς δεν είχαν άδικο. Εντυπωσιαζόταν κανείς παρακολουθώντας την άνεση των περισσότερων κοριτσιών μπροστά στο εξεταστικό βλέμμα των ανθρώπων της επιτροπής. Και η άνεση αυτή τους έδινε τέτοια αυτοπεποίθηση που πιθανόν να μην περίμενε κανείς να τη δει σε παιδιά 8-10 χρόνων. Συχνά οι γονείς έδιναν την εντύπωση ότι είχαν περισσότερη αγωνία απ' αυτά, ίσως γιατί οι ίδιοι ήθελαν να δουν ένα παλιό, δικό τους όνειρο να πραγματοποιείται, μέσω των παιδιών τους!
Αγόρια δεν ήρθαν στην ακρόαση, παρά το γεγονός ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα για τον σκηνοθέτη. Οι έλληνες γονείς δεν στέλνουν τα αγόρια τους στο μπαλέτο, ίσως γιατί το θεωρούν «γυναικεία ενασχόληση». Ενας πατέρας είπε πως αν έστελνε τον γιο του στο μπαλέτο θα φοβόταν μήπως οι κινήσεις του γίνουν θηλυπρεπείς. Ετσι οι έλληνες γονείς προτιμούν να στέλνουν τα αγόρια σε πιο «ανδρικά» αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, προκειμένου να αποκτήσουν έτσι και τη συμπεριφορά που ταιριάζει στο φύλο τους! Μια δασκάλα μπαλέτου από τη Βρετανία μάς έλεγε ότι στο εξωτερικό οι άνθρωποι δεν σκέφτονται έτσι, ούτε θα εμπόδιζαν ποτέ τον γιο τους να πάει στο μπαλέτο, αν εκείνος το ήθελε. Επειδή όμως στην Ελλάδα οι νοοτροπίες δεν αλλάζουν εύκολα, ας μην περιμένει κανείς τέτοιες θεαματικές προόδους!
Η αυταρέσκεια
Μεγάλη αίθουσα, ξύλινο δάπεδο, άπλετο φως κι ένας μεγάλος καθρέφτης, απ' άκρη σε άκρη του δωματίου. Κι ένα πιάνο, να δίνει τον ρυθμό. «Ενα, δύο, τρία... πάμε». Δεκαπέντε κοριτσάκια ακολουθούν, ακροπατώντας πάνω στα αθόρυβα πουέντ, τη ρυθμική μελωδία που ξετυλίγεται νότα νότα. Μουσική και κίνηση επιχειρούν να αγγίξουν την αρμονία. Ολες οι αισθήσεις σε εγρήγορση, καθώς τα μικρά κορίτσια ακολουθούν τα βήματα της νεαρής δασκάλας. Σώμα που τεντώνεται, επικοινωνώντας πάντοτε, μέσα από μια σχέση αυταρέσκειας, με τον καθρέφτη. Είναι παράξενη αυτή η «συνομιλία» του χορευτή με τον καθρέφτη. Είναι ένας ιδιότυπος ερωτισμός που αναπτύσσει με το είδωλό του και φαίνεται πως τον βοηθά συχνά να διατηρεί την επικοινωνία του με κάθε μέρος του σώματός του. Το πιο παράξενο είναι όμως που παιδιά τόσο μικρά έχουν κιόλας αναπτύξει μια σχεδόν ναρκισσιστική σχέση με το χορευτικό είδωλό τους! «Ο ναρκισσισμός είναι συχνά απαραίτητος για έναν χορευτή» μας είπε μια χορεύτρια της Λυρικής Σκηνής. «Οταν χορεύεις πρέπει να φαίνεται ότι αγαπάς το σώμα σου, ότι αναδεικνύεις κάθε τμήμα του, σχεδόν αυτάρεσκα!».
Μπορεί όμως ένα παιδί να χειριστεί το συναίσθημα αυτό του ναρκισσισμού, που καλλιεργείται μέσα από τη διαδικασία της προβολής και που ακόμη και στην περίπτωση ενός ενηλίκου κινείται πάντοτε σε λεπτές ισορροπίες , χωρίς τελικά να επηρεαστεί η ψυχική υγεία του;
Η κυρία Αλεξ. Καππάτου, παιδοψυχολόγος και διευθύντρια του Ψυχοδιαγνωστικού και Συμβουλευτικού Κέντρου, μας είπε: «Οι γονείς, παροτρύνοντας τα παιδιά τους να συμμετάσχουν σε οντισιόν και παραστάσεις, ενισχύουν άθελά τους τον ναρκισσισμό τους, γεγονός που μπορεί ίσως μακροπρόθεσμα να τα οδηγήσει σε επικίνδυνα ψυχοπαθολογικά μονοπάτια!».
Μιλώντας με τις μητέρες, εύκολα διέκρινε κανείς ότι στις περισσότερες από αυτές, αν όχι σε όλες, υπήρχε μια «απωθημένη» επιθυμία φαίνεται όμως πως υφείρπε εδώ και χρόνια να δουν στις κόρες τους να κάνουν κάτι που εκείνες δεν κατάφεραν. Οι γονείς πέφτουν συχνά σε αυτή την παγίδα: κάτι που ήθελαν πολύ οι ίδιοι προσπαθούν να το δουν να πραγματοποιείται μέσω των παιδιών τους. Μια μητέρα είχε την ειλικρίνεια να το παραδεχθεί: «Την έστειλα στο μπαλέτο, γιατί μου άρεσε πολύ όταν ήμουν μικρή, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να με στείλει!». Παρ' όλα αυτά, οι μητέρες ισχυρίστηκαν ότι τα παιδιά τους λατρεύουν το μπαλέτο και μάλιστα ότι ενθουσιάστηκαν όταν έμαθαν για την οντισιόν.
Η απόρριψη
Οταν ρωτήσαμε τους γονείς τι θα γίνει με το σχολείο και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του παιδιού αν τελικά επιλεγεί για την παράσταση , οι περισσότεροι μάς είπαν ότι δεν το είχαν σκεφθεί. Απλώς έφεραν το παιδί για την εμπειρία της ακρόασης.
Φαίνεται όμως ότι οι γονείς, θέλοντας να δουν τα παιδιά τους να ξεχωρίζουν, δεν συνειδητοποιούν ότι ακόμη και η απόρριψή του σε μια απλή ακρόαση θα μπορούσε να το επηρεάσει αρνητικά. Βέβαια, ο ισχυρισμός ότι μια τέτοια απόρριψη ίσως αποδειχθεί, ως ένα σημείο, συναισθηματικά χρήσιμη για το παιδί αφού έτσι μαθαίνει να αντιμετωπίζει και την αποτυχία δεν είναι αβάσιμος.
Παρ' όλα αυτά, η πιθανή επιλογή ενός παιδιού και η συμμετοχή του σε κάποια παράσταση ενέχουν ορισμένους κινδύνους που δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει. Η κυρία Καππάτου μάς είπε: «Η ξαφνική είσοδος του παιδιού σε έναν κόσμο γεμάτο λάμψη και χειροκρότημα το τοποθετεί σε προνομιακή θέση έναντι των συνομηλίκων του, γεγονός που δημιουργεί τόσο στο ίδιο όσο και στο οικείο περιβάλλον του μια αίσθηση ψευδοωριμότητας». Και η παιδοψυχολόγος πρόσθεσε: «Κατά τη διάρκεια συμμετοχής τού παιδιού στην παράσταση γίνεται για λίγο το επίκεντρο τού ενδιαφέροντος, γι' αυτό και μετά το τέλος της παράστασης δεν αποκλείεται να περάσει από ένα στάδιο απογοήτευσης».
Ετσι στην περίπτωση που οι γονείς κρίνουν σκόπιμη τη συμμετοχή του παιδιού στην παράσταση «θα ήταν σημαντικό όπως ανέφερε η κυρία Καππάτου να του εξηγήσουν ευθύς εξαρχής ότι πρόκειται για κάτι παροδικό και σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν καλό να ενισχύσουν τη διάθεση του παιδιού να παραμελήσει το σχολείο και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του». «Το γεγονός της συμμετοχής του παιδιού στην παράσταση δεν θα έπρεπε να προβάλλεται από τους γονείς ως κάτι εξαιρετικά σημαντικό, ούτε θα ήταν σκόπιμο να ξεφύγει το παιδί από τις καθημερινές ασχολίες του» πρόσθεσε η κυρία Καππάτου.
ΜΑΡΙΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 22/11/1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου