μικρό λεξικό μουσικών όρων
|
|
A capella | Στα Ιταλικά σημαίνει "στο στιλ της εκκλησιαστικής μουσικής". Μουσική που τραγουδιέται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων κατά την παλαιά ρωμαϊκή εκκλησιαστική παράδοση. |
Ακομπανιαμέντο | Οι μουσικοί παίζουν μια συνοδεία στο ρυθμό, υποστηρίζοντας τον σολίστ, τραγουδιστή ή μουσικό. |
Αλέγκρο | Εύθυμο, ζωηρό τέμπο. |
Alborada | Ισπανικό πρωινό τραγούδι (Ισπ. alba=ξημέρωμα) |
Αντάντε | Μέτριος ταχύτητας, ήρεμο τέμπο στο ρυθμό του βαδίσματος. |
Αντάτζιο | Αργό τέμπο, λίγο πιο γρήγορο από το Λάργκο. |
Αντίστιξη | Ταυτόχρονος κάθετος συνδυασμός φθόγγων στην ανάπτυξη δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών, ο οποίος δίνει ένα αισθητικό αποτέλεσμα. |
Arabesque | Κομμάτι που χαρακτηρίζεται από ποικιλόχρωμα στολίσματα. Ο Ντεμπισί και ο Σούμαν έγραψαν περίφημες αραμπέσκ. |
Aragonaise | Ισπανικός χορός από την Αραγωνία, γνωστός ως Jota aragonesa. |
Αρμονία | Ταυτόχρονος συνδυασμός από πολλές νότες μαζί οργανωμένες σε συγχορδίες για ένα αισθητικό και λειτουργικό αποτέλεσμα. Διαφέρει από την αντίστιξη, στο ότι η τελευταία συνδυάζει συνηχήσεις, όχι νότες. |
B | |
Βαρκαρόλα | Τύπος τραγουδιού των γονδολιέρηδων της Βενετίας. Στην κλασική μουσική συνήθως σε αργό ρυθμό 6/8 ή 12/8. |
Βιβάτσε | Ζωηρό, γρήγορο τέμπο. |
Βιρτουόζος | Εκτελεστής με ιδιαίτερες δεξιοτεχνικές ικανότητες. |
Z | |
Ζιγκ | Πολύ ζωηρός χορός ο οποίος προήλθε ίσως από την αγγλική λέξη. Τον 17ο αι. καθιερώθηκε ως το τελευταίο μέρος μιας σουίτας. |
K | |
Κανόνας | Ένα αντισικτικής μορφής κομμάτι μέσα στο οποίο διάφορα όργανα ή φωνές παίζουν την ίδια μελωδία, αλλά ξεκινούν σε διαφορετικό χρόνο. |
Καντέντσα | Το σταδιακό "κλείσιμο" μιας άριας. Ο τραγουδιστής καλείται να διανθίσει το βασικό τόνο αυτοσχεδιάζοντας, δείχνοντας τη δεξιοτεχνία του. ₼λλοτε, είναι μέρος κοντσέρτου που ερμηνεύεται μόνον από τον σολίστ (πιάνο, βιολί κτλ), ενώ η ορχήστρα τηρεί στάση αναμονής. |
Καπρίτσιο | Κάθε είδους ζωηρό και ελαφρό κομμάτι, ιδιαιτέρως σε έργα του 17ου αιώνα, συνήθως για πληκτροφόρο όργανο. |
Κλαβιέ | Πλήκτρα, το πληκτρολόγιο κάθε πληκτροφόρου όργανου (του πιάνου π.χ.). |
Κονσερτάντε | Επί λέξει σημαίνει "μοιάζει με κοντσέρτο". Μια ομάδα οργάνων ξεχωρίζει από την υπόλοιπη ορχήστρα και θυμίζει τους σολίστ των κοντσέρτων. |
Κοντσέρτο | Ένα έργο για σόλο όργανο που συνοδεύεται από την ορχήστρα. Συνήθως εκφωνείται ως "Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα", αν και είναι επίσης σωστή και η έκφραση "Κοντσέρτο για βιολί". |
Κοντσέρτο Γκρόσο | Ορχηστρικό έργο το οποίο επικράτησε το 17ο και 18ο αιώνα, με πολλά μέρη. Παίζουν εναλλακτικά ένα ή περισσότερα όργανα ή μικρή ορχήστρα εγχόρδων. Πολλές φορές σημαίνει και "μεγάλο κοντσέρτο". |
Κουαρτέτο | 4 όργανα ή φωνές. |
Κουιντέτο | 5 όργανα ή φωνές. |
Κρεσέντο | Βαθμιαίο δυνάμωμα στην ένταση του ήχου. Βαθμιαίως γίνεται όλο και πιο δυνατος (αντίθ. ντιμινουέντο). |
Λ | |
Λάργκο | Σημαίνει "ευρέως" και υπονοεί ένα αργό και εκτενές συναίσθημα. Είναι το πρώτο στη σειρά πριν τα adagio, lento, andante, moderato, allegro, presto. |
Μ |
|
Μαέστρος | Αρχιμουσικός, ο γνωστός διευθυντής ορχήστρας. Εκτός αυτού είναι τίτλος ευγενείας. Αποδίδεται σε συνθέτες και ιμπρεσάριους. |
Μαζούρκα | Παραδοσιακός χορός της Πολωνίας που τραγουδιόταν και χορευόταν συγχρόνως. Στα μέσα του 18ου αι. έγινε γνωστός στην Αγγλία και τη Γερμανία. |
Masque | Φαντασμαγορικό έργο πάνω σε φανταστικά ή μυθολογικά θέματα για τέρψη αριστοκρατών, όπου τα κοστούμια και τα σκηνικά δείχνουν μεγαλύτερα από την πραγματικότητα. |
Μι(ε)νουέτο | Χορός σε τριπλό χρόνο (3/4) με προέλευση τη γαλλική ύπαιθρο, εισέβαλε στις Αυλές των εστεμμένων και έγινε η μόδα του 18ου αι. |
Μοντεράτο | Μέτριο τέμπο. |
Μουσ. Δωματίου | Συνθέσεις για μικρά σύνολα οργάνων (συνήθως 5 ή 6) μη θρησκευτικού χαρακτήρα. |
Μπαγκατέλα | Μικρό χαρακτηριστικό κομμάτι, συνήθως για πιάνο. |
Μπαλάντα | Ένα μελωδικό κομμάτι πιάνου, της Ρομαντικής κυρίως περιόδου. |
Μπαλέτο | Μια ιστορία που γράφτηκε για να χορεύεται με συνοδεία μουσικής. |
Μπαντινερί | Στα Γαλλικά σημαίνει "παιχνίδισμα". Γερμανικά και γαλλικά εύθυμα κομμάτια σε ρυθμό 2/4. |
Ντιβερτιμέντο | Ορχηστρική σύνθεση για ψυχαγωγικό σκοπό. Παίζεται από μικρό σύνολο. |
Ν |
|
Ντιμινουέντο | Ο ήχος ο οποίος βαθμιαία γίνεται απαλότερος (αντίθ. Κρεσέντο). |
Ντούο | Δύο σολίστ με όργανα, όχι φωνές (λέγονται "ντουέτο"). |
Νυχτερινό | Ένα σχεδόν ονειρικό κομμάτι κυρίως για πιάνο. |
Ο |
|
Οκτέτο | 8 όργανα ή φωνές. |
Όπους | Λατινική λέξη που σημαίνει "έργο". Πολλοί συνθέτες και οι εκδότες τους το χρησιμοποίησαν για καταλογογράφηση των έργων τους. |
Ορχήστρα Δωματίου | Ένα μικρό σύνολο το οποίο αποτελείται κυρίως από έγχορδα, κατάλληλο για το χώρο, τον οποίο καθορίζει το όνομά του. |
Οστινάτο | Σημαίνει "επαναλαμβάνω", από την ιταλική λέξη. Στην πράξη είναι ένα μέρος του έργου, λίγες νότες, κάποιος ρυθμός, που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, όπως για παράδειγμα στο Μπολερό. Οστινάτο παρατηρούνται και στη μουσική Ροκ. |
Π |
|
Παβάνα | Ιταλικα Pavana ή Padovana. Χορός ή πιο σωστά αργός βηματισμός σε ρυθμό 3/2. |
Παραλλαγή | Η διαφορετική ερμηνεία ενός θέματος. Είναι, κυρίως, οι μελωδικοί του στολισμοί που φτάνουν μέχρι τη δημιουργία ενός νέου έργου. |
Παρτίτα | Έργο για σόλο όργανο, όρος συνώνυμος της Σουίτας. Τον χρησιμοποιούσαν κατά τον 18ο αι. |
Πιτσικάτο | Δεν είναι χαρακτηρισμός ρυθμικής αγωγής, αλλά τρόπος παιξίματος εγχόρδων. Οι μουσικοί δεν παίζουν με το δοξάρι, αλλά "τσιμπούν" τις χορδές με τα δάκτυλα. |
Ποιμενικό | Σκηνικό θέμα με καταβολές από τον 16ο αι., που αναφέρεται σε θέματα από την αγροτική ζωή. |
Πολωνέζα | Χορός πολωνικής προέλευσης σε ρυθμό 3/4. |
Πρέστο | Πολύ γρήγορο τέμπο. |
Προγραμματική μουσική | Η Προγραμματική Μουσική αναφέρεται και είναι γραμμένη για να περιγράψει ένα συμβάν, ήχους της φύσης, με κάποιο θέμα ή μετά από παραγγελία για κάλυψη ενός γεγονότος. |
Ρ |
|
Ραψωδία | Μελοποιημένο επικό ποίημα. |
Ρεσιτάλ | Μουσική παράσταση με έναν τραγουδιστή ή ένα όργανο. |
Ρόντο ή Ροντό | Ένα τμήμα της σύνθεσης το οποίο επαναλαμβάνεται περιοδικώς, με "κυκλική" μορφή (round-O). Εάν τα τρία βασικά θέματα της σύνθεσης χαρακτηριστούν Α-Β-Γ, το Ροντό σχηματίζεται σε μορφή Α-Β-Α-Γ-Α. |
Σ |
|
Σαραμπάντ | Μεγαλοπρεπής ισπανικός χορός σε ρυθμό 3/4. |
Σεξτέτο | 6 όργανα ή φωνές. |
Σεπτέτο | 7 όργανα ή φωνές. |
Σερενάτα | Στην κυριολεξία σημαίνει "μουσική της νύχτας". Φωνητική ή ενόργανη σύνθεση με χαρούμενο συνήθως περιεχόμενο. |
Σημειογραφία | Καταγραφή μουσικής είτε με σύμβολα (νότες) είτε με γράμματα είτε με απεικόνιση. Δείχνει τη θέση των δαχτύλων πάνω στο όργανο. |
Σκέρτσο | Χαρακτηρίζεται η σύνθεση με γρήγορο και "παιχνιδιάρικο" ρυθμό. |
Σόλο | Φωνητικό ή οργανικό θέμα με έναν εκτελεστή. |
Σονάτα | Στο μπαρόκ: κάθε έργο μουσικής δωματίου ή οργανικό έργο για έναν ή περισσότερους εκτελεστές μπορούσε να χαρακτηρηστει ως σονάτα. Από την κλασική περίοδο: κάθε οργανικό κομμάτι που είναι γραμμένο στη λεγόμενη μορφή "φόρμα σονάτα" (Διθεματική μορφή με ανάπτυξη). Η φόρμα σονάτα αναφέρεται στο 1ο μέρος του έργου. Από την εποχή Χάιντν και Μότσαρτ (18ος αι.) διαμορφώνεται σε σύνθεση με τρία ή τέσσερα μέρη. Σήμερα είναι έργο για έναν ή δύο εκτελεστές. |
Σονατίνα | Μικρότερη ή ευκολότερη σονάτα, που συχνά προορίζεται για πρακτική εξάσκηση νέων μουσικών. |
Σουίτα | Ορχηστρική σύνθεση σε πολλά μικρά μέρη, κυρίως χορευτικά. |
Σπουδή | Οργανικό έργο, συνήθως σόλο, που γράφτηκε για να εκπαιδεύσει ή να επιδείξει τη δεξιοτεχνία του εκτελεστή. Ενώ θεωρούνται έργα υψηλής τεχνικής, πολλές Σπουδές αναδείχτηκαν σε έργα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική studio (μουσικό εργαστήρι) και εξελίχτηκε σε Studiare, Estudiar, Estudiantina και Étude) |
Συμφωνία | "Ήχοι που ηχούν συγχρόνως". Παλιά ήταν εισαγωγή σε μια όπερα. Από την εποχή του Χάιντν όμως, είναι ένα σοβαρό ορχηστρικό έργο με μεγάλη έκταση, συνήθως σε 4 μέρη. Πολλές συμφωνίες που γράφτηκαν στην Κλασική περίοδο φέρουν επωνυμίες (Διός, Χορωδιακή, Ποιμενική, Ηρωική, Των Χιλίων κτλ). Ο ιταλικός όρος Sinfonia χρησιμοποιήθηκε για έργα της περιόδου Μπαρόκ. |
Συμφωνικό ποίημα | Ή "Τονικό ποίημα" ή "Συμφωνικό σκετς". Ορχηστρικό έργο μεγάλης κλίμακας, συνήθως σε ένα μεγάλο μέρος, που αναφέρεται σε κάποιο γεγονός ή μια ιστορία. |
Τ |
|
Ταραντέλα | Γρήγορος ναπολιτάνικος χορός σε χρόνο 6/8 από τον Τάραντα της Ιταλίας (φυσικό περιβάλλον της αράχνης Ταραντούλα). Ο μύθος θέλει τις κινήσεις του χορού να είναι σαν εκείνες που προκαλούνται από το τσίμπημα της αράχνης. |
Τοκάτα | Σύνθεση για πληκτροφόρο, σε ελεύθερο ύφος, το οποίο απαιτεί δεξιοτεχνία από τον σολίστ. Μπαρόκ περίοδος. |
Τρίο | 3 όργανα ή φωνές. |
Φ |
|
Φόρτε | Χαρακτηρισμός που αναγράφεται στην παρτιτούρα για να παίξει ο μουσικός δυνατά. |
Φορτίσιμο | Χαρακτηρισμός της παρτιτούρας για να παίξει ο μουσικός ακόμη πιο δυνατά από φόρτε. |
Φούγκα | Αντιστικτική οργανική ή φωνητική σύνθεση της εποχής Μπαρόκ με ένα ή περισσότερα θέματα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου